Σκάψε καλά, γέρο τυφλοπόντικα
Σουίτα για ηθοποιό και μουσικό αυτοσχεδιασμό
Βασισμένη στο έργο του Ζοζέφ Αντράς
Ακόμα κι αν απομείνει μονάχα ένας σκύλος
Συντελεστές
Δραματουργική επεξεργασία - Επίλογος
ΠΕΤΡΟΣ ΓΙΩΤΗΣ
Σκηνοθετική Επιμέλεια
ΠΕΤΡΟΣ ΓΙΩΤΗΣ - ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΟΝΤΟΥ
Μουσικός σχεδιασμός - Επεξεργασία ήχων
ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ - ΝΤΙΝΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ
Φωτισμοί
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΣ
Ηχοληψία
ΗΛΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Video
ΠΕΤΡΟΣ ΓΙΩΤΗΣ, ΗΛΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Αφίσα
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ιστοσελίδα
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΡΗΓΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ηλεκτρολόγοι
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΛΑΜΑΤΣΑΣ - ΠΑΝΟΣ ΕΞΑΡΧΟΣ
Μουσικοί Ηθοποιός
ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ ΤΑΣΟΣ ΡΑΠΤΗΣ
ΝΤΙΝΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΣΥΨΑ
Στην εισαγωγή ακούγεται: ΜΙΝΟΡΕ ΜΑΝΕΣ, Γιάννης Αλεξίου ή Γιοβανίκας ερμηνεία Γιώργος Τσανάκας, Εστουδιαντίνα Σμύρνης, 1909.
Από το πρόγραμμα της παράστασης
Ενα λογοτεχνικό «τρικ»: Ενα λιμάνι, το λιμάνι της Χάβρης, προσωποποιείται. Γίνεται ο αφηγητής της ίδιας του της ιστορίας.
Μια χειμμαρώδης ποιητική αφήγηση: Ο Ζοζέφ Αντράς, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του πρώτου του μυθιστορήματος, εκπλήσσει και πάλι. Αποδεικνύεται σπουδαίος μάστορας και σε άλλα είδη και μας παραδίδει ένα αφήγημα υψηλής ποιητικής τέχνης. Αλλά χωρίς φτιασιδώματα και ωραιοποιήσεις. Με λόγο-νυστέρι, που ξύνει πληγές, που χαράζει φιγούρες και περιγράμματα, που σμιλεύει ογκώδεις κοινωνικές συνθέσεις πάνω σε ακατάλυτα βράχια. Το λιμάνι μιλά και ο άνθρωπος γίνεται ο ακροατής του, τοποθετούμενος έτσι ενώπιος ενωπίω με την πραγματικότητα.
Η Ιστορία: Ο Ζοζέφ Αντράς επικεντρώνεται στην ιστορία της πόλης του, όμως η αφήγηση, εν όλω ή εν μέρει, θα μπορούσε να αναφέρεται σε κάθε άλλο μεγάλο λιμάνι οπουδήποτε στον κόσμο. Αμ και μένει πιστός στην ιστορία της Χάβρης, ο συγγραφέας φροντίζει ν’ αποφύγει κάθε τοπικισμό, κάθε στενότητα, ανυψώνοντας την αφήγησή του στο επίπεδο της Ιστορίας. Κινείται μαστορικά ανάμεσα στα επιφαινόμενα και την ουσία, ξεκινώντας από τα πρώτα για να καταλήξει στη δεύτερη. Το τοπικό γίνεται παγκόσμιο, το ατομικό γίνεται κοινωνικό, η πάλη των τάξεων σφραγίζει την αφήγηση καθώς αυτή διατρέχει πέντε αιώνες ιστορίας: ο ύστερος μεσαίωνας, η αποικιοκρατία, το εμπόριο το δουλεμπόριο, η αστική επανάσταση, ο καπιταλισμός, το ξύπνημα του εργατικού κινήματος, η άγρια καταστολή του, η Κομμούνα, ο πρώτος παγκόσμιος και τα επαναστατικά σκιρτήματα, η νικηφόρα ρωσική επανάσταση, ο δεύτερος παγκόσμιος, ο μεταπολεμικός καπιταλισμός, η συντηρητική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού, τα κηρύγματα της παγκοσμιοποίησης, η παρακμή του οργανωμένου εργατικού κινήματος… Ολα περνούν σαν κινηματογραφική αφήγηση, ανασκαλεύοντας μνήμες, θυμίζοντας διαβάσματα, εγείροντας ερωτήματα για το σήμερα και το αύριο.
Μια σουίτα: Από τις πρώτες κιόλας σελίδες της ανάγνωσης καταλαβαίνεις ότι το Ακόμα κι αν απομείνει μονάχα ένας σκύλος αποτελεί αφεαυτού έναν θεατρικό-ποιητικό μονόλογο, ενώ η μουσικότητα που διαποτίζει την αλληλουχία των λέξεων «ζητά» την ανάδειξή της και μέσω της μουσικής. Η πρώτη κιόλας σκέψη ήταν να το παρουσιάσουμε σκηνικά ως μια σουίτα για ηθοποιό-αφηγητή και μουσικό αυτοσχεδιασμό. Πρότυπό μας υπήρξαν έργα του Χάινερ Γκέμπελς, όπως για παράδειγμα το Die Befreiung des Prometheus, πάνω στο ομώνυμο ιντερμέδιο από το θεατρικό Zement του Χάινερ Μίλερ. Στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης διαβάσαμε ότι στη γαλλική έκδοση το βιβλίο συνοδεύεται από CD στο οποίο «ραπάρει» ο D’ de Kabal συνοδευόμενος από το Trio-Skyzo-Phony. Ηταν η επιβεβαίωση της πρώτης σκέψης μας: το έργο είναι γραμμένο όχι μόνο για να «διαβαστεί» αλλά και για να «ακουστεί».
Η δική μας προσέγγιση -δραματουργικά, μουσικά και υποκριτικά- πέρασε μέσα από το φίλτρο της αντίληψής μας για το επικό-διαλεκτικό θέατρο, πάνω στην οποία δουλεύουμε ως κολλεκτίβα από τότε που συγκροτηθήκαμε (το 2010). Το κείμενο και η μουσική συνδιαλέγονται, συνεργάζονται, αντιπαρατίθενται επί σκηνής, με στόχο την υπηρέτηση του μύθου της παράστασης. Κι αυτός ο μύθος συμπυκνώνεται στην αισιοδοξία του τίτλου της (παράφραση μιας φράσης του Καρλ Μαρξ) και στο σύντομο επίλογο που προσθέσαμε.
Κοινωνικός ντετερμινισμός
Εδώ τελειώνει ο ποιητής.
Σακατεμένος, πονεμένος, απογοητευμένος.
Με μια σφαίρα στην καρδιά.
‘Η μήπως στο κεφάλι;
Μην πυροβολείτε τους ποιητές.
Την αδυναμία σας να πυροβολείτε.
Οχι, δε θα καθρεφτιστούμε στα μάτια ενός σκύλου για να βρούμε την ψυχή μας.
Η κοινωνία είναι ο καθρέφτης μας.
Εφτασε μήπως το τέλος της Ιστορίας;
Χαμογελώντας ειρωνικά, τινάζει το πούρο του ο μέγας διαλεκτικός:
Η επανάσταση είναι συστηματική. Ακόμα ταξιδεύει μέσα στο καθαρτήριο. Κάνει τη δουλειά της μεθοδικά…
Και όταν θα ‘χει ολοκληρώσει το δεύτερο μισό της προκαταρκτικής της εργασίας, η Ευρώπη θ’ αναπηδήσει από το κάθισμά της και θα φωνάξει: έσκαψες καλά, γερο-τυφλοπόντικα!
[Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη]
Μετά την άμπωτη έρχεται πάντοτε η παλίρροια.
Ο βιολογικός μας κύκλος δεν είναι το μέτρο της Ιστορίας.
Ο τροχός της Ιστορίας δε σκούριασε.
Οι νεκροί φωνάζουν.
Ο Ζιλ Ντιράν και η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Ο Μπελογιάννης και ο Τσε.
Η Ηλέκτρα Αποστόλου και η Μίρκα Γκίνοβα.
Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! Σηκωθείτε!
Ζοζέφ Αντράς, βιογραφικό σημείωμα
Ξεχάσατε λοιπόν τα πάντα;
η μνήμη μου είναι δέντρο που καταβροχθίζει τις ρίζες του
η μνήμη μου μαχαίρι που χαϊδεύει την πληγή του
η μνήμη μου αγκαλιά που ακόμα ψάχνει χέρια
η μνήμη μου φυλακή που δεν ξέρει πια τους τοίχους της
Ζοζέφ Αντράς, Ακόμα κι αν απομείνει μονάχα ένας σκύλος
Ο Ζοζέφ Αντράς (Joseph Andras) γεννήθηκε το 1984. Ζει στη Νορμανδία. Εκανε την πρώτη εμφάνισή του στα γαλλικά γράμματα το 2016, με το μυθιστόρημα Για τα πληγωμένα μας αδέρφια (ελλ. μτφ. Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2016), που αναφέρεται στην εκτέλεση του Φερνάν Ιβτόν, κομμουνιστή εργάτη, που εκτελέστηκε στην Αλγερία εξαιτίας της μαχητικής συμμετοχής του στον αγώνα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου.
Προς μεγάλη έκπληξη πολλών, δυο μέρες πριν το μυθιστόρημά του εκτεθεί στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, η Ακαδημία Γκονκούρ απένειμε στον Αντράς το Βραβείο Πρώτου Μυθιστορήματος, 2016. Αρνήθηκε να πάει στο Παρίσι να το παραλάβει. Στην επιστολή που έστειλε στην Ακαδημία έγραψε: «Θεωρώ τον συναγωνισμό και την αντιπαλότητα έννοιες ξένες στη συγγραφή και τη δημιουργία. Η λογοτεχνία, όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι ως αναγνώστης και πλέον ως συγγραφέας, μεριμνά, όσο μπορεί, για την ανεξαρτησία της και οφείλει να κρατάει αποστάσεις από τα βάθρα, τις τιμές και τα φώτα». Εξέφρασε «τη βαθιά του επιθυμία να μείνει στο κείμενο, στις λέξεις, στα ιδεώδη. Στην καταπνιγμένη φωνή ενός εργάτη και αγωνιστή της κοινωνικής και πολιτικής ισότητας».
Σε συνεντεύξεις του στη L’Humanité και στο πολιτιστικό ένθετο της λιβανέζικης L’Orient - Le Jour, εξήγησε τους λόγους για τους οποίους αρνήθηκε το Γκονκούρ: «Δεν μπορούσα να το δεχτώ για λόγους συνέπειας. Δεν μπορώ να “θεσμοποιήσω“ αυτή την αφήγηση και τα ιδανικά που έφεραν οι χαρακτήρες […] Ζω ήσυχα στη Νορμανδία, δε γνωρίζω το λογοτεχνικό και παριζιάνικο περιβάλλον, δε θέλω να μάθω περισσότερα και θέλω περισσότερο να επικεντρωθώ στα επόμενα κείμενά μου».
Φωτογραφίες