Κριτικές

Xάινερ Μίλερ

Η ΜΗΧΑΝΗ ΑΜΛΕT
Περί της κοινωνικής χρησιμότητας των διανοούμενων


Παράσταση-έκπληξη στον Αγ. Παντελεήμονα Αχαρνών


 

Στον Αγιο Παντελεήμονα Αχαρνών δεν παρεπιδημούν μόνο τα νεοναζιστικά τάγματα εφόδου, που «ακονίζουν τις ξιφολόγχες» στα πεζοδρόμια, κατά την προσφιλή έκφραση του – έγκλειστου πλέον – φίρερ τους. Υπάρχουν και ομάδες πολιτιστικές και πολιτικές, που δεν εγκατέλειψαν την περιοχή, παρά τον φασιστικό ζόφο. Τη δουλειά μιας τέτοιας ομάδας είχαμε την τύχη να απολαύσουμε το περασμένο Σαββατόβραδο και το αποτέλεσμα ξεπέρασε κάθε προσδοκία.

Δουλεύοντας με το κλασικό πλέον έργο του Χάινερ Μίλερ «Η Μηχανή Αμλετ», η κολεκτίβα «ανοικείωση» έστησε μια παράσταση-έκπληξη, χρησιμοποιώντας όλα τα σύγχρονα μέσα που προσφέρουν οι παραστατικές τέχνες.

Μια πανδαισία χρωμάτων, ήχων, εικόνων, που εκτυλίσσεται στη διάρκεια ενός καθηλωτικού ενενηντάλεπτου. Mια παράσταση-ύμνο στη γυναικεία χειραφέτηση και ταυτόχρονα κόλαφο για μια διανόηση που δηλώνει «υπεράνω». Και με ελεύθερη είσοδο, παρακαλώ, πράγμα σημαντικό στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε.

Σπεύσατε να προλάβετε μια από τις τελευταίες παραστάσεις της ομάδας, τα επόμενα Σαββατοκύριακα. Πληροφορίες για την παράσταση, το έργο, τον συγγραφέα, την ομάδα, καθώς και για το πώς θα κλείσετε θέση (ο αριθμός τους είναι περιορισμένος) στον ιστότοπο της ομάδας: www.anoikeiosi.gr.

 

Κατερίνα Κατή

Εφημερίδα των Συντακτών (Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013)

 


 

«Η μηχανή Άμλετ»

Είδα από τη θεατρική ομάδα «ανοικείωση» το έργο «Η μηχανή Άμλετ» του Χάινερ Μίλερ σε χώρο της εφημερίδας «Κόντρα», που μετετράπη σε θεατρική σκηνή και αν εξαιρέσω τη δυσκολία που προκύπτει, κατά τη θέαση, από το στρίμωγμα των –λίγων, λόγω του χώρου- θεατών (είμαι και ψηλός, βλέπετε), η παράσταση με ικανοποίησε.

Ο σκηνοθέτης και δραματουργός ο Χάινερ Μίλερ, μαθητής του Μπρεχτ στο «Μπερλίνερ Ανσάμπλ», αναλαμβάνοντας το 1977 να μεταφράσει τον σαιξπηρικό «Άμλετ», αντί της μετάφρασης έγραψε και προόρισε ως εμβόλιμο σχόλιο στην παράσταση του σκηνοθέτη Μπενό Μπεσόν, ένα μικρό κείμενο με τίτλο «Μηχανή Αμλετ». Μετά από επεξεργασία του, το έργο αυτό παρουσιάστηκε το 1979 στη Γαλλία, κάνοντας γνωστό τον Μίλερ και εκτός της χώρας του.
Το κείμενο, εμπνευσμένο σαφώς από το σαιξπηρικό δράμα, τις πληγές, την οργή και την εκδίκηση του Άμλετ, θέτει ερωτήματα και προβληματίζει γύρω από την αιματηρή πορεία της ανθρωπότητας και το μηχανισμό αρπαγής της εξουσίας. Τουλάχιστον έτσι «προσέλαβα» το, με πολλούς τρόπους ανάγνωσης, απαισιόδοξο αυτό θεατρικό έργο.

Ομολογώ ότι όλοι οι ηθοποιοί έδωσαν (κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες του εκδότη Πέτρου Γιώτη της «Κόντρα») τον καλύτερο εαυτό τους για την απόδοση του δύσκολου αυτού έργου, αλλά αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του μοναδικού επαγγελματία ηθοποιού Τάσου Ράπτη, ο οποίος σηκώνει το μεγαλύτερο υποκριτικό βάρος, υποδυόμενος τον κεντρικό ήρωα.

Με μια ατελείωτη ποικιλία, σωματικών κυρίως, εκφράσεων που δίνουν ζωή σε μια καλοφτιαγμένη μάσκα (στο πρώτο μέρος) και εναλλαγές στο ερμηνευτικό ύφος, ο Τάσος Ράπτης, ελάχιστα γνωστός σ’ αυτό που ονομάζεται «ευρύ θεατρικό κοινό», αποδεικνύει ότι είναι ένας σπουδαίος ερμηνευτής, με στέρεα εκφραστικά μέσα, υποκριτική τεχνική και αυτοπεποίθηση, που λίγοι ηθοποιοί διαθέτουν (μένει αξέχαστος ο μονόλογος του Άμλετ στο τέταρτο μέρος). Βεβαίως και δεν υστερούν υποκριτικά η Κατερίνα Λιόντου (ηθοποιός, χορεύτρια και σχεδιάστρια της χορογραφίας) και τα άλλα παιδιά.

Θεωρώ ευρηματική, την απεικόνιση σε μεγάλη οθόνη, των εκτός θεατρικής σκηνής κινήσεων του Χορού με την Οφηλία και πολύ καλή επίσης και την επιλογή της μουσικής που αποδόθηκε με κλασική κιθάρα από την Μαριλένα Σύψα (ένα πρελούδιο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ) και ηλεκτρική κιθάρα από τον Γιάννη Ξαρχάκο (το Europa του Κάρλος Σαντάνα).

Να επισημάνω τέλος και την αρτιότητα του βιβλίου-προγράμματος της παράστασης, που περιλαμβάνει όλο το θεατρικό έργο και πλούσιο ενημερωτικό υλικό και να ευχηθώ στην ομάδα της «ανοικείωσης» να μπορέσει να παίξει αυτό το έργο σε μεγαλύτερη θεατρική σκηνή.


Άγγελος Πολύδωρος

Ιστολόγιο
Υποκείμενα (Κυριακή 7/10/2012)


Ανοικείωση

Χάινερ Μίλερ: Η Μηχανή Αμλετ

Τι είναι «Η Μηχανή Αμλετ»; Τι εξομολογείται ο Χάινερ Μίλερ; Τι κρύβεται πίσω από το χάος των ποιητικών λέξεων; Πώς μπορεί να κατανοήσει ο θεατής ένα τόσο δύσκολο έργο που δεν είναι καν θεατρικό έργο με την κλασική έννοια του όρου; Τι σημαίνουν οι σκόρπιες σκηνές που το συναποτελούν; Ποια είναι η στόχευσή του και ποια η σκοπιμότητά του στις σημερινές συνθήκες;

Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία έπρεπε να απαντήσει η νεοσύστατη καλλιτεχνική ομάδα «ανοικείωση», όταν αποφάσισε ν’ αναμετρηθεί με τη «Μηχανή Αμλετ». Οι απαντήσεις ήταν μια μεγάλη έκπληξη.

Αλλά ας δούμε πρώτα τι είναι «Η Μηχανή Αμλετ». Πρόκειται για το πιο πεσιμιστικό έργο του γερμανού δραματουργού. Ο ίδιος υπήρξε εκ των επιγόνων του Μπρεχτ, σημαίνον στέλεχος της ανατολικογερμανικής διανόησης, καλλιτεχνικός διευθυντής του Berliner Ensemble πριν το τέλος της ζωής του. «Η Μηχανή Αμλετ», γραμμένη το 1977, είναι στην πραγματικότητα μια εν πολλοίς σπαρακτική εξομολόγηση του ίδιου του συγγραφέα που βίωνε τη σαπίλα του ανατολικογερμανικού καθεστώτος χωρίς να μπορεί –παρότι μαρξιστής– να ερμηνεύσει τη διαδικασία παλινόρθωσης του καπιταλισμού που λάμβανε χώρα μπρος στα μάτια του. Με αφορμή τον σεξπιρικό Αμλετ (που ο Μίλερ βλέπει –όπως και ο Μπρεχτ– ως έναν ταλαντευόμενο διανοούμενο που αρνείται την εξουσία, ταυτόχρονα όμως έλκεται από αυτή), ο Μίλερ σχολιάζει τη σύγχρονη, επαμφοτερίζουσα διανόηση που προσπαθεί να μείνει ουδέτερη στον κοινωνικό πόλεμο, όμως τελικά επιλέγει το στρατόπεδο της εξουσίας. Ταυτόχρονα, ανοίγει τον δικό του στοχαστικό όσο και απαισιόδοξο διάλογο με την Ιστορία.

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι το πεσιμιστικό πολιτικό υπόβαθρο του έργου έγινε γρήγορα το άλλοθι μιας σειράς «προοδευτικών» διανοουμένων που μέσα απ` αυτό είδαν να δικαιώνεται η δική τους άποψη για το «τέλος της ιστορίας».

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο η «ανοικείωση» επιχείρησε, χρησιμοποιώντας τις ελευθερίες που ο ίδιος ο συγγραφέας και το κείμενο επιτρέπουν, χωρίς να αλλαχτεί ούτε ένα «και» σ’ αυτό, να αποδομήσει και αναδομήσει το έργο προς μια οπτιμιστική κατεύθυνση, θέτοντας συγχρόνως στο επίκεντρο τον προβληματισμό περί της κοινωνικής χρησιμότητας των διανοουμένων. Αυτό, φυσικά, δε θα μπορούσε να γίνει πράξη, αν η κοσμοαντίληψη του ίδιου του Μίλερ δεν τον είχε ωθήσει να γράψει το 1990: «ΜΗΧΑΝΗ ΑΜΛΕΤ: Ο ερμηνευτής του Αμλετ χωρίς πρόσωπο, εικόνες που καμιά παράσταση δεν ήταν ικανή να αποδώσει, σημαδούρες στο έλος που άρχισε τότε κιόλας να κλείνει πάνω από τον προσωρινό τάφο της ουτοπίας. Ισως και πάλι αυτή να προβάλλει λαμπρή μόλις η χίμαιρα της ελεύθερης οικονομίας, που αναπληρώνει το φάντασμα του Κομμουνισμού, δείξει στους νέους πελάτες τον ψυχρό της ώμο, στους ελευθερωμένους το πρόσωπο της ελευθερίας της από σίδερο».

Ο Μίλερ βαθυστόχαστα προβλέπει τον παροδικό και πεπερασμένο χαρακτήρα της φάσης που διανύουμε. Και αυτή η εντελώς νέα «ανάγνωση» του έργου ήταν το πρώτο στοίχημα που κέρδισε η «ανοικείωση».

Το δεύτερο ήταν η μπρεχτική, αποστασιοποιητική θεατρική μέθοδος που συνεγείρει τη σκέψη και κρίση του θεατή, σε αντίθεση με το αριστοτελικό θέατρο που επιδιώκει τη θετική ή αρνητική ταύτιση του θεατή με τους ρόλους. Χρησιμοποιώντας μια εξαιρετική επίκαιρη εισαγωγή (με δυο ηθοποιούς με μάσκες ζώων), μια μικρή ζωντανή ορχήστρα και μια σειρά άλλα στοιχεία, όπως βίντεο, χορό, μάσκες κ.λπ., η «ανοικείωση» κέρδισε και το   δεύτερο στοίχημα.

Το τρίτο στοίχημα ήταν η ανάδειξη του λόγου του συγγραφέα. Το «δυσνόητο» ποιητικό κείμενο έγινε σαφής, ευκρινής και στιβαρός λόγος που στήριξε την ουσία του μύθου.

Το τέταρτο, πολύ σημαντικό επίσης, στοίχημα ήταν το πώς ένα έργο τόσο παράξενο, αινιγματικό και δυσνόητο απέκτησε μια απολαυστική και ελαφριά διάσταση, ώστε μέσα από την ευθυμία και τη διασκέδαση ν’ αναδειχτεί η απορηματική, δημιουργική σκέψη και κριτική, που είναι απαραίτητες προϋποθέσεις στο μπρεχτικό θέατρο.

Τέλος, πέρα από την επιτυχή σκηνοθετική σύλληψη και εκτέλεση της παράστασης, αξίζει να γίνει αναφορά στους υπόλοιπους συντελεστές –μουσικούς , ηθοποιούς, τεχνικούς κ.λπ.– που υπερέβησαν τον εαυτό τους. Μοιράζοντας σοφά τους ρόλους και τη σκηνική δράση, η ομάδα κατάφερε να εξομαλύνει εντελώς τις ανισορροπίες που εκ των πραγμάτων υπάρχουν, όταν σ’ ένα θίασο συμμετέχουν έμπειροι επαγγελματίες μαζί με ερασιτέχνες ηθοποιούς. Εκείνο που έβλεπες κάθε στιγμή, αλλά και αποκόμιζες σαν τελικό συμπέρασμα είναι πως έχει προηγηθεί πολλή δουλειά στις πρόβες. Τίποτα δεν έχει αφεθεί στην τύχη. Εχει δουλευτεί και η τελευταία λεπτομέρεια στην εκφορά του λόγου, στη διατύπωση συγκεκριμένων φράσεων, στις χειρονομίες που παίζουν ξεχωριστό ρόλο σ’ αυτό το είδος θεάτρου. Είναι σωστό πως κάθε παράσταση είναι μοναδική, είμαστε όμως σίγουροι πως αν δούμε και δεύτερη και τρίτη φορά τη συγκεκριμένη παράσταση, δε θα μπορέσουμε να διακρίνουμε διαφορές, γιατί όλα είναι δουλεμένα με λεπτομερειακό, σχολαστικό τρόπο. Ακόμα και οι κινήσεις στις αλλαγές των σκηνικών.

Ολοι οι ηθοποιοί υπηρέτησαν ολοκληρωμένα τη σκηνοθετική κατεύθυνση της παράστασης, θα θέλαμε όμως να σταθούμε λίγο σ’ αυτούς που σήκωσαν το μεγαλύτερο ερμηνευτικό βάρος.

Η Κατερίνα Λιόντου, παρά το νεαρότατο της ηλικίας της, έχει ήδη χορέψει με τους γνωστότερους έλληνες χορογράφους (Παπαϊωάννου, Στελλάτου, Φωνιαδάκης κ.ά.) κι αυτό βέβαια δεν είναι τυχαίο. Εδώ κλήθηκε να σηκώσει ένα τριπλό βάρος: της χορογράφου που σχεδίασε τη χορογραφία και την κίνηση της παράστασης, της χορεύτριας και της ηθοποιού. Και τα κατάφερε θαυμάσια. Μπορεί εκείνο που περισσότερο εντυπωσιάζει να είναι το συγκλονιστικό προσωπικό της σόλο, ο κριτικός όμως οφείλει περισσότερο να σταθεί στη συνολική χορογραφία και κίνηση (ιδιαίτερα στο σουρεαλιστικό «Σκέρτσο» του έργου), που αποκαλύπτει ταλέντο, ευρηματικότητα και δουλειά.

Η περίπτωση του Τάσου Ράπτη, που σηκώνει το μεγάλο υποκριτικό βάρος υποδυόμενος τον Αμλετ και τον «ηθοποιό που υποδύεται τον Αμλετ», υπενθυμίζει τη δυστυχία του να ζει και να εργάζεται στην Ελλάδα ένας ταλαντούχος άνθρωπος. Μια ατελείωτη ποικιλία και εναλλαγές στο ερμηνευτικό ύφος, με στέρεα εκφραστικά μέσα, τεχνική, άνεση και βεβαιότητα που λίγοι ηθοποιοί διαθέτουν, συνθέτει το πρόσωπο ενός σπουδαίου ερμηνευτή που είναι ελάχιστα γνωστός σ’ αυτό που ονομάζεται θεατρικό κοινό.

Κάπως έτσι η «ανοικείωση» νίκησε κατά κράτος την πιθανή συγκαταβατικότητα με την οποία ένας καχύποπτος θεατής θ’ αντιμετώπιζε μια νεοσύστατη ομάδα που δεν αποβλέπει σε κανένα χρηματικό όφελος. «Η Μηχανή Αμλετ» πραγματοποιήθηκε σαν μια παράσταση υψηλών προδιαγραφών που μπορεί να αναμετρηθεί με την πιο αυστηρή κριτική.

Eλένη Σταματίου
εφημερίδα «Κόντρα» (Σάββατο 13/5/2012)